εἰδήμονες

εἰδήμονες
εἰδήμων
acquainted with
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • επαΐοντες — οι (Α ἐπαΐοντες) πληθ. μτχ. ενεστ. τού αρχ. ρ. ἐπαΐω αυτοί που γνωρίζουν καλά, οι ειδικοί, ειδήμονες, γνώστες …   Dictionary of Greek

  • επαΐω — (Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω) νεοελλ. αρχ. η μτχ. επαΐων, επαΐοντες οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες αρχ. 1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.) 2. αντιλαμβάνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • παππούς — ο 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο πάππος 2. γέροντας, ηλικιωμένος 3. στον πληθ. οι παππούδες οι πρόγονοι, οι προγενέστεροι 4. παροιμ. «έλα, παππού, να σού δείξω τ αμπελοχώραφά σου» λέγεται για εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”